- αποδειλιάζω
- αμετ. бояться, трусить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδειλιάζω — ἀποδειλιάζω (Μ) 1. αποβάλλω τη δειλία, αναθαρρώ 2. φοβάμαι … Dictionary of Greek